- αἰολόμορφος
- αἰολό-μορφος, ον,A of changeful form, Orph.H.4.7, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιολόμορφος — αἰολόμορφος, ον (Α) ποικιλόμορφος, ποικιλόσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μόρφος < μορφή] … Dictionary of Greek
αἰολόμορφος — of changeful form masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόμορφον — αἰολόμορφος of changeful form masc/fem acc sg αἰολόμορφος of changeful form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόμορφα — αἰολόμορφος of changeful form neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόμορφε — αἰολόμορφος of changeful form masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόμορφοι — αἰολόμορφος of changeful form masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek